- πυρετοφόρος
- πῠρετοφόρος, ον,A causing fever, Sch.S.OT27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρετοφόρος — causing fever masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρετοφόρος — ον, Α αυτός που προξενεί πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρετός + φόρος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος] … Dictionary of Greek